- myogénie
- сущ.
мед. миогенез
Французско-русский универсальный словарь. 2013.
Французско-русский универсальный словарь. 2013.
μυογονία — η (εμβρυολ.) το σύνολο τών εξεργασιών με τις οποίες ορισμένα διαφοροποιημένα στοιχεία τού μεσοδέρματος μεταβάλλονται σε μυϊκές ίνες, γραμμωτές ή λείες. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. myogenie (< μυς, μυός «όργανο τού σώματος» + γονία < … Dictionary of Greek
miogenie — MIOGENÍE s. f. ansamblu de procese prin care unele elemente diferenţiate ale mezodermului se transformă în fibre musculare netede sau striate. (< fr. myogénie) Trimis de raduborza, 15.09.2007. Sursa: MDN … Dicționar Român